- κυκνάριον
- κυκνάριον, τὸ (Α)είδος κολλυρίου ή αλοιφής για τη θεραπεία τής φλόγωσης τών ματιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυν-άριον, παιδ-άριον). Το φάρμακο ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τού χρώματός του].
Dictionary of Greek. 2013.